χωνευτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωνευτήριο < ελληνιστική κοινή χωνευτήριον[1] [2] [3] < χωνεύω < χοανεύω < χοάνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχωνευτήριο ουδέτερο
- (μεταλλουργία) ειδικό ανθεκτικό δοχείο για την πύρωση και το λιώσιμο / τήξη διαφόρων μετάλλων ή άλλων υλικών
- (μεταφορικά) χοάνη (που συμβάλλει στην ανάμειξη, αφομοίωση, ομογενοποίηση κ.λπ.)
- ※ Η αμερικανική κοινωνία αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως κοινωνία ουσιαστικά μεταναστών, γι’ αυτό και επιζητεί την αφομοίωση των διαφορετικών εθνικών ομάδων που μεταναστεύουν. Είναι ένα χωνευτήριο εθνοτήτων (melting pot), ανεξαρτήτως από τα ερωτηματικά που προκύπτουν σχετικά με το κατά πόσον είναι εφικτή η πλήρης αφομοίωση. (*)
- νιπτήρας ή φρεάτιο, συνήθως γεμισμένο με χώμα, στο ιερό ή στον περίβολο εκκλησίας, στο οποίο αποχετεύονται τα νερά από την κολυμπήθρα
- μέρος όπου καίγονται τα κόκαλα μετά την εκταφή, εφόσον δεν φυλαχτούν σε οστεοφυλάκιο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χοάνη (που συμβάλλει στην ανάμειξη, αφομοίωση, ομογενοποίηση κ.λπ.)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χωμευτήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ χωνευτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ χωνευτήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας