Δείτε επίσης: Κάμινος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάμινος οι κάμινοι
      γενική της καμίνου των καμίνων
    αιτιατική την κάμινο τις καμίνους
     κλητική κάμινε κάμινοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάμινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάμινος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈka.mi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐μι‐νος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάμινος θηλυκό

  • (λόγιο) καμίνι
    ※  Ὤ, διατί δὲν δύναμαι ἐκ βάθρων νὰ σαλεύσω / Τὴν ληθαργοῦσαν ταύτην γῆν μὲ λόγον μόνον ἕνα! / Ἂς ἤμην κάμινος ἀρῶν, ἂς ἤμην πῦρ νὰ ῥεύσω / Εἰς φλέβας ἄνευ αἵματος, εἰς στήθη παγωμένα! (Γεώργιος Ζαλοκώστας, Η φωνή του χρόνου, 1873)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • παίδες εν καμίνω: αναφέρεται για ανθρώπους που συναντούν δυσκολίες και προβλήματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰμῑνο-
ονομαστική κάμινος αἱ κάμινοι
      γενική τῆς καμίνου τῶν καμίνων
      δοτική τῇ καμίν ταῖς καμίνοις
    αιτιατική τὴν κάμινον τὰς καμίνους
     κλητική ! κάμινε κάμινοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμίνω
γεν-δοτ τοῖν  καμίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάμινος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάμινος θηλυκό

  1. κλίβανος
  2. φούρνος
  3. καμίνι

Συγγενικά

επεξεργασία