Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκταφή οι εκταφές
      γενική της εκταφής των εκταφών
    αιτιατική την εκταφή τις εκταφές
     κλητική εκταφή εκταφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκταφή < εκ- + ταφή, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exhumation [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκταφή θηλυκό

  1. το ξεθάψιμο νεκρού από τον τάφο
  2. το ξέθαμμα οποιουδήποτε αντικειμένου από τη γη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία