χωνευτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωνευτήρας < ελληνιστική κοινή χωνευτήριον < χωνεύω < χοανεύω < χοάνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχωνευτήρας αρσενικό
- άλλη μορφή του χωνευτήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χωνευτήρας
|
χωνευτήρας αρσενικό
|