Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οστεοφυλάκιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οστεοφυλάκι
ο
τα
οστεοφυλάκι
α
γενική
του
οστεοφυλακί
ου
&
οστεοφυλάκι
ου
των
οστεοφυλακί
ων
αιτιατική
το
οστεοφυλάκι
ο
τα
οστεοφυλάκι
α
κλητική
οστεοφυλάκι
ο
οστεοφυλάκι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οστεοφυλάκιο
<
οστεο-
+
φυλάττω
+
-ιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οστεοφυλάκιο
ουδέτερο
ειδικός χώρος, συνήθως σε
νεκροταφείο
, που φυλάσσονται τα
οστά
των νεκρών, μέσα σε ειδικά κουτιά, μετά την
εκταφή
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κοινοτάφιο
οστεοθήκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οστεοφυλάκιο
αγγλικά
:
ossuary
(en)
,
ossuarium
(en)
,
charnel house
(en)
γαλλικά
:
ossuaire
(fr)
γερμανικά
:
Beinhaus
(de)
ιταλικά
:
ossario
(it)
λατινικά
:
ossuarium
(la)