Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χόανος αρσενικό ( και χῶνος)

  • άλλη λέξη για τη χοάνη ή χώνη, ίσως αποκλειστικά για τα χωνευτήρια μετάλλου