τρομπονίστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρομπονίστα | οι | τρομπονίστες |
γενική | της | τρομπονίστας | — | |
αιτιατική | την | τρομπονίστα | τις | τρομπονίστες |
κλητική | τρομπονίστα | τρομπονίστες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρομπονίστα < τρομπονίστας + -α < ιταλική trombonista < trombone < tromba < φραγκική *trumpa / *trumba
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρομπονίστα θηλυκό (αρσενικό τρομπονίστας)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρομπονίστα
|