εφόρμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφόρμηση | οι | εφορμήσεις |
γενική | της | εφόρμησης* | των | εφορμήσεων |
αιτιατική | την | εφόρμηση | τις | εφορμήσεις |
κλητική | εφόρμηση | εφορμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εφορμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφόρμηση < ελληνιστική κοινή ἐφόρμησις < αρχαία ελληνική ἐφορμάω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφόρμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εφορμώ