εφορμήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεφορμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εφορμώ
- θα εφορμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εφορμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεφορμήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εφόρμηση