κορνέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορνέτα | οι | κορνέτες |
γενική | της | κορνέτας | των | κορνετών |
αιτιατική | την | κορνέτα | τις | κορνέτες |
κλητική | κορνέτα | κορνέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορνέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cornetta, υποκοριστικό του corno < λατινική cornu < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱorh₂u / *ḱr̥h₂-no- < *ḱerh₂- < *ḱer- (κέρας)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακορνέτα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) μουσικό όργανο που ανήκει στα χάλκινα πνευστά, μοιάζει με τρομπέτα και είναι συνήθως κουρδισμένο στην τονικότητα σι ύφεση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόρνα