cornet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cornet < μέση αγγλική cornet (< παλαιά γαλλική cornet < λατινική cornu: «κέρας»)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcornet (en)
- (μουσικό όργανο) κορνέτα, πνευστό μουσικό όργανο
- (παρωχημένο) βούκινο
- χαρτί τυλιγμένο περιστροφικά, σε σχήμα χωνιού
- (γλυκό, ζαχαροπλαστική)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ice cream cornet
- ice cream cone ((ΗΒ), παρωχημένο)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cornet | cornets |
cornet (fr) αρσενικό