Ετυμολογία

επεξεργασία
cornet < μέση αγγλική cornet (< παλαιά γαλλική cornet < λατινική cornu: «κέρας»)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cornet (en)

  1. (μουσικό όργανο) κορνέτα, πνευστό μουσικό όργανο
  2. (παρωχημένο) βούκινο
  3. χαρτί τυλιγμένο περιστροφικά, σε σχήμα χωνιού
  4. (γλυκό, ζαχαροπλαστική)
    1. το κωνικό κέλυφος γλυκού που τρώγεται και γεμίζεται με διάφορα υλικά, όπως κρέμα ή παγωτό
       συνώνυμα: pastry cone, pastry shell
    2. γλυκό με σχήμα κώνου που έχει δημιουργηθεί με καλούπι κωνικό
    3. (κατ’ επέκταση) το χωνάκι του παγωτού
    4. επίσης → δείτε τη λέξη cornetto (είδος κρουασάν)

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
cornet < corn(e) + -et

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cornet cornets

cornet (fr) αρσενικό

  1. αντικείμενο σε μορφή κεράτου
  2. το χωνάκι, το χωνί
  3. (μουσικό όργανο) το πνευστό μουσικό όργανο κορνέτα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία