ενικός         πληθυντικός  
pastry pastries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pastry (en)

  • η πάστα
    ⮡  a flaky pastry - πάστα σφολιάτα
    ⮡  a chocolate pastry - πάτσα σοκολάτα
    ⮡  You should eat fewer pastries.
    Πρέπει να τρως λιγότερες πάστες.