χάλκινα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χάλκινα | ||
γενική | των | χάλκινων | ||
αιτιατική | τα | χάλκινα | ||
κλητική | χάλκινα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χάλκινα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χάλκινος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
χάλκινα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χάλκινα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χάλκινα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χάλκινος