Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλτικόρνο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αλτικόρν
ο
τα
αλτικόρν
α
γενική
του
αλτικόρν
ου
των
αλτικόρν
ων
αιτιατική
το
αλτικόρν
ο
τα
αλτικόρν
α
κλητική
αλτικόρν
ο
αλτικόρν
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
αλτικόρνο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
al.tiˈkoɾ.no
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλτικόρνο
ουδέτερο
(
μουσικό όργανο
)
άλλη μορφή
του
άλτο κόρνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλτικόρνο
→
δείτε
τη λέξη
άλτο κόρνο