κλάξον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλάξον < (άμεσο δάνειο) αγγλική klaxon < λέξη που δημιουργήθηκε από τον εφευρέτη της, στις αρχές του 20ου αιώνα, από την αρχαία ελληνική λέξη κλάζω
- Ομηρική λέξη. "ἀλλὰ κλάγξαντος ἄκουσαν". (Ομήρου Ιλιαδα, Ραψ. Κ, στ. 275).
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλάξον ουδέτερο άκλιτο
- η κόρνα αυτοκινούμενου οχήματος ή το κουδούνι ποδηλάτου
- ※ Άρχισε να χτυπάει το κλάξον πιεστικά, όπως στ' ασθενοφόρα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])