Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορνάρισμα τα κορναρίσματα
      γενική του κορναρίσματος των κορναρισμάτων
    αιτιατική το κορνάρισμα τα κορναρίσματα
     κλητική κορνάρισμα κορναρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορνάρισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορνάρισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του κορνάρω

  Μεταφράσεις επεξεργασία