Δείτε επίσης: ténor

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tenor (en)

  1. γενική ιδέα, νόημα (ομιλίας, επιστολής)
  2. γενική κατεύθυνση, πορεία (γεγονότων, της ζωής)
  3. (μουσική)
    1. τενόρος, οξύφωνος (τραγουδιστής ή ομάδα τραγουδιστών στη χορωδία)
    2. (θεωρία μουσικής) τενόρος (φωνή σε πολυφωνική μουσική)
      συντομογραφία: Τ (βλέπε SATB)
  4. (οικονομία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
  5. (νομικός όρος) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
  6. (γλωσσολογία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
  7. (μεταφορικά) κλίμα, ατμόσφαιρα (μεταφορικά, όχι μετεωρολογικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Επίθετο

επεξεργασία

tenor (en)

  1. (μουσική)
    1. οξύφωνος, με την έκταση ή τις ιδιότητες του τενόρου
      he has a beautiful tenor voice: (αυτός) έχει μια ωραία φωνή τενόρου
      this is a tenor instrument: αυτό είναι ένα οξύφωνο (τενόρο) όργανο
    2. για ποικιλία οργάνου που καλύπτει την έκταση του τενόρου σε αντιδιαστολή με άλλα της ίδιας οικογένειας
      tenor saxophone, alto saxophone: τενόρο σαξόφωνο, άλτο σαξόφωνο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tenor < teneo + -or < tendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tenor αρσενικό

  1. συνεχής κίνηση
  2. φορά
  3. συνέχεια
  4. διάρκεια
  5. ενδελέχεια
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική tenor tenorēs
γενική tenoris tenorum
δοτική tenorī tenoribus
αιτιατική tenorem tenorēs
κλητική tenor tenorēs
αφαιρετική tenore tenoribus
(γ' κλίση)

Παράγωγα σε άλλες γλώσσες

επεξεργασία