Ετυμολογία

επεξεργασία
baryton < βαρύτονος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.ʁi.tɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
baryton barytons

baryton (fr) αρσενικό

  1. (γραμματική) σπάνιο, λέξη που δεν τονίζεται στη λήγουσα
     αντώνυμα: oxyton
  2. ο βαρύτονος



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

baryton (pl) αρσενικό

  1. βαρύτονος

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

baryton (cs) αρσενικό

  1. βαρύτονος