baryton
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- baryton < βαρύτονος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
baryton | barytons |
baryton (fr) αρσενικό
- (γραμματική) σπάνιο, λέξη που δεν τονίζεται στη λήγουσα
- ο βαρύτονος
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbaryton (pl) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbaryton (cs) αρσενικό