Ετυμολογία

επεξεργασία
baryton < βαρύτονος

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
baryton barytons

baryton (fr) αρσενικό

  1. (γραμματική) σπάνιο, λέξη που δεν τονίζεται στη λήγουσα
     αντώνυμα: oxyton
  2. ο βαρύτονος



Ουσιαστικό

επεξεργασία

baryton (cs) αρσενικό

  1. βαρύτονος