Ετυμολογία

επεξεργασία
oxyton < αρχαία ελληνική ὀξύτονος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
oxyton oxytons

oxyton (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία