paroxyton
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- paroxyton < αρχαία ελληνική παροξύτονος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ʁɔ.ksi.tɔ̃/
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
paroxyton | paroxytons |
paroxyton (fr) αρσενικό
- η παροξύτονη λέξη