μέτζο σοπράνο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέτζο σοπράνο < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την ιταλική mezzosoprano < mezzo- (μεσο-, ημι-) + soprano
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μέτζο σοπράνο θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) τραγουδίστρια που η φωνή της κινείται στην περιοχή τονικού ύψους χαμηλότερη από τη σοπράνο αλλά ψηλότερη από την κοντράλτο
Κλειδί του ντο (C) της μέτζο σοπράνο. - → δείτε το κλειδί της άλτο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- (γυναικείες) σοπράνο / υψίφωνος • μέτζο σοπράνο / μεσόφωνος • κοντράλτο
- (ανδρικές) κόντρα τενόρος • τενόρος / οξύφωνος • βαρύτονος • μπασοβαρύτονος • μπάσος / βαθύφωνος
πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μέτζο σοπράνο