μέτζο σοπράνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μέτζο σοπράνο < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την ιταλική mezzosoprano < mezzo- (μεσο-, ημι-) + soprano
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμέτζο σοπράνο θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) τραγουδίστρια που η φωνή της κινείται στην περιοχή τονικού ύψους χαμηλότερη από τη σοπράνο αλλά ψηλότερη από την κοντράλτο
- (μουσική σημειογραφία) το μουσικό κλειδί του ντο με το κεντρικό ντο (C4) να γράφεται στη δεύτερη γραμμή του πενταγράμμου
- → δείτε το κλειδί της άλτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μεσόφωνος στη Βικιπαίδεια
- (γυναικείες) σοπράνο / υψίφωνος • μέτζο σοπράνο / μεσόφωνος • κοντράλτο
- (ανδρικές) κόντρα τενόρος • τενόρος / οξύφωνος • βαρύτονος • μπασοβαρύτονος • μπάσος / βαθύφωνος
πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:
Μεταφράσεις
επεξεργασία μέτζο σοπράνο