Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οργανολογία οι οργανολογίες
      γενική της οργανολογίας των οργανολογιών
    αιτιατική την οργανολογία τις οργανολογίες
     κλητική οργανολογία οργανολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οργανολογία < όργανο + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οργανολογία θηλυκό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία