Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὄργανον τὰ ὄργαν
      γενική τοῦ ὀργάνου τῶν ὀργάνων
      δοτική τῷ ὀργάν τοῖς ὀργάνοις
    αιτιατική τὸ ὄργανον τὰ ὄργαν
     κλητική ! ὄργανον ὄργαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀργάνω
γεν-δοτ τοῖν  ὀργάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄργανον < θέμα ὀργ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε στο ἔργον + -ανον[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄργανον ουδέτερο

Παράγωγα επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. όργανο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.