οργανογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οργανογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική organography + -ία < αρχαία ελληνική ὄργανον + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
οργανογραφία θηλυκό
- (βιολογία) η επιστημονική περιγραφή της δομής και της λειτουργίας των οργάνων των ζώντων οργανισμών
- (μουσική) η μελέτη των μουσικών οργάνων
- Υπερώνυμα: μουσικολογία
Συγγενικά επεξεργασία
- οργανογραφικός
- → δείτε τις λέξεις όργανο και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιολογία