οργανογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οργανογραφικός < οργανογραφία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
οργανογραφικός
- (βιολογία, μουσική) που έχει σχέση με την οργανογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
οργανογραφικός
|