Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οργανολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οργανολογικ
ός
η
οργανολογικ
ή
το
οργανολογικ
ό
γενική
του
οργανολογικ
ού
της
οργανολογικ
ής
του
οργανολογικ
ού
αιτιατική
τον
οργανολογικ
ό
την
οργανολογικ
ή
το
οργανολογικ
ό
κλητική
οργανολογικ
έ
οργανολογικ
ή
οργανολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οργανολογικ
οί
οι
οργανολογικ
ές
τα
οργανολογικ
ά
γενική
των
οργανολογικ
ών
των
οργανολογικ
ών
των
οργανολογικ
ών
αιτιατική
τους
οργανολογικ
ούς
τις
οργανολογικ
ές
τα
οργανολογικ
ά
κλητική
οργανολογικ
οί
οργανολογικ
ές
οργανολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οργανολογικός
<
οργανολογία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
οργανολογικός
σχετικός
με την
οργανολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οργανολογικός
γαλλικά
:
organologique
(fr)