organologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɔʁ.ɡa.nɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
organologique | organologiques |
organologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
organologique | organologiques |
organologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό