réunion
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
réunion | réunions |
réunion (fr) θηλυκό
- η ένωση
- la réunion de deux ensembles - η ένωση δύο συνόλων
- η συγκέντρωση, η συνέλευση, η συνεδρίαση
- je dois assister à une réunion - πρέπει να παραστώ σε μια συγκέντρωση