Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεχώρισμα τα ξεχωρίσματα
      γενική του ξεχωρίσματος των ξεχωρισμάτων
    αιτιατική το ξεχώρισμα τα ξεχωρίσματα
     κλητική ξεχώρισμα ξεχωρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχώρισμα < ξεχωρίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεχώρισμα ουδέτερο

  1. ο διαχωρισμός
    Αίσθηση του νού είναι η σωστή γέψη και το ξεχώρισμα, γιατί όπως με τη γέψη τη σωματική ξεχωρίζουμε αλάθευτα τα καλά από τα κακά φαγητά , έτσι κι ο νους μας... (απόδοση Φώτη Κόντογλου, σε κείμενο του Αγίου Διαδόχου, επισκόπου Φωτικής)

  Μεταφράσεις επεξεργασία