επιμερισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιμερισμός < ελληνιστική κοινή ἐπιμερισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιμερισμός αρσενικό
- ο χωρισμός ενός ποσού ή αφηρημένου πράγματος σε μερίδια και η κατανομή τους
- ※ ο διαχειριστής της πολυκατοικίας είναι αρμόδιος για τον επιμερισμό των κοινόχρηστων εξόδων στα διαμερίσματα
- ※ η δικαιοσύνη θα αποφανθεί για τον επιμερισμό των ευθυνών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιμερισμός