Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιμερισμός οι επιμερισμοί
      γενική του επιμερισμού των επιμερισμών
    αιτιατική τον επιμερισμό τους επιμερισμούς
     κλητική επιμερισμέ επιμερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιμερισμός < ελληνιστική κοινή ἐπιμερισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιμερισμός αρσενικό

  • ο χωρισμός ενός ποσού ή αφηρημένου πράγματος σε μερίδια και η κατανομή τους
    ※  ο διαχειριστής της πολυκατοικίας είναι αρμόδιος για τον επιμερισμό των κοινόχρηστων εξόδων στα διαμερίσματα
    ※  η δικαιοσύνη θα αποφανθεί για τον επιμερισμό των ευθυνών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία