Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιμερίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιμερίζω < ἐπί + αρχαία ελληνική μερίζω < μέρος

  Ρήμα επεξεργασία

επιμερίζω (παθητική φωνή: επιμερίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία