επιμερίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιμερίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιμερίζω < ἐπί + αρχαία ελληνική μερίζω < μέρος
Ρήμα
επεξεργασίαεπιμερίζω (παθητική φωνή: επιμερίζομαι)
- κατανέμω κάτι σε μερίδια
Συγγενικά
επεξεργασία- επιμερισμένος
- επιμερισμός
- επιμεριστικός
- → δείτε τις λέξεις μερίζω και μέρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιμερίζω | επιμέριζα | θα επιμερίζω | να επιμερίζω | επιμερίζοντας | |
β' ενικ. | επιμερίζεις | επιμέριζες | θα επιμερίζεις | να επιμερίζεις | επιμέριζε | |
γ' ενικ. | επιμερίζει | επιμέριζε | θα επιμερίζει | να επιμερίζει | ||
α' πληθ. | επιμερίζουμε | επιμερίζαμε | θα επιμερίζουμε | να επιμερίζουμε | ||
β' πληθ. | επιμερίζετε | επιμερίζατε | θα επιμερίζετε | να επιμερίζετε | επιμερίζετε | |
γ' πληθ. | επιμερίζουν(ε) | επιμέριζαν επιμερίζαν(ε) |
θα επιμερίζουν(ε) | να επιμερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιμέρισα | θα επιμερίσω | να επιμερίσω | επιμερίσει | ||
β' ενικ. | επιμέρισες | θα επιμερίσεις | να επιμερίσεις | επιμέρισε | ||
γ' ενικ. | επιμέρισε | θα επιμερίσει | να επιμερίσει | |||
α' πληθ. | επιμερίσαμε | θα επιμερίσουμε | να επιμερίσουμε | |||
β' πληθ. | επιμερίσατε | θα επιμερίσετε | να επιμερίσετε | επιμερίστε | ||
γ' πληθ. | επιμέρισαν επιμερίσαν(ε) |
θα επιμερίσουν(ε) | να επιμερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιμερίσει | είχα επιμερίσει | θα έχω επιμερίσει | να έχω επιμερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιμερίσει | είχες επιμερίσει | θα έχεις επιμερίσει | να έχεις επιμερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιμερίσει | είχε επιμερίσει | θα έχει επιμερίσει | να έχει επιμερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιμερίσει | είχαμε επιμερίσει | θα έχουμε επιμερίσει | να έχουμε επιμερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιμερίσει | είχατε επιμερίσει | θα έχετε επιμερίσει | να έχετε επιμερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιμερίσει | είχαν επιμερίσει | θα έχουν επιμερίσει | να έχουν επιμερίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιμερίζομαι | επιμεριζόμουν(α) | θα επιμερίζομαι | να επιμερίζομαι | ||
β' ενικ. | επιμερίζεσαι | επιμεριζόσουν(α) | θα επιμερίζεσαι | να επιμερίζεσαι | ||
γ' ενικ. | επιμερίζεται | επιμεριζόταν(ε) | θα επιμερίζεται | να επιμερίζεται | ||
α' πληθ. | επιμεριζόμαστε | επιμεριζόμαστε επιμεριζόμασταν |
θα επιμεριζόμαστε | να επιμεριζόμαστε | ||
β' πληθ. | επιμερίζεστε | επιμεριζόσαστε επιμεριζόσασταν |
θα επιμερίζεστε | να επιμερίζεστε | (επιμερίζεστε) | |
γ' πληθ. | επιμερίζονται | επιμερίζονταν επιμεριζόντουσαν |
θα επιμερίζονται | να επιμερίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιμερίστηκα | θα επιμεριστώ | να επιμεριστώ | επιμεριστεί | ||
β' ενικ. | επιμερίστηκες | θα επιμεριστείς | να επιμεριστείς | επιμερίσου | ||
γ' ενικ. | επιμερίστηκε | θα επιμεριστεί | να επιμεριστεί | |||
α' πληθ. | επιμεριστήκαμε | θα επιμεριστούμε | να επιμεριστούμε | |||
β' πληθ. | επιμεριστήκατε | θα επιμεριστείτε | να επιμεριστείτε | επιμεριστείτε | ||
γ' πληθ. | επιμερίστηκαν επιμεριστήκαν(ε) |
θα επιμεριστούν(ε) | να επιμεριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιμεριστεί | είχα επιμεριστεί | θα έχω επιμεριστεί | να έχω επιμεριστεί | επιμερισμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιμεριστεί | είχες επιμεριστεί | θα έχεις επιμεριστεί | να έχεις επιμεριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιμεριστεί | είχε επιμεριστεί | θα έχει επιμεριστεί | να έχει επιμεριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιμεριστεί | είχαμε επιμεριστεί | θα έχουμε επιμεριστεί | να έχουμε επιμεριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιμεριστεί | είχατε επιμεριστεί | θα έχετε επιμεριστεί | να έχετε επιμεριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιμεριστεί | είχαν επιμεριστεί | θα έχουν επιμεριστεί | να έχουν επιμεριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επιμερισμένος - είμαστε, είστε, είναι επιμερισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επιμερισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επιμερισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επιμερισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επιμερισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επιμερισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επιμερισμένοι |