apportion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | apportion |
γ΄ ενικό ενεστώτα | apportions |
αόριστος | apportioned |
παθητική μετοχή | apportioned |
ενεργητική μετοχή | apportioning |
Ρήμα
επεξεργασίαapportion (en)
ενεστώτας | apportion |
γ΄ ενικό ενεστώτα | apportions |
αόριστος | apportioned |
παθητική μετοχή | apportioned |
ενεργητική μετοχή | apportioning |
apportion (en)