Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιμεριστικός η επιμεριστική το επιμεριστικό
      γενική του επιμεριστικού της επιμεριστικής του επιμεριστικού
    αιτιατική τον επιμεριστικό την επιμεριστική το επιμεριστικό
     κλητική επιμεριστικέ επιμεριστική επιμεριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιμεριστικοί οι επιμεριστικές τα επιμεριστικά
      γενική των επιμεριστικών των επιμεριστικών των επιμεριστικών
    αιτιατική τους επιμεριστικούς τις επιμεριστικές τα επιμεριστικά
     κλητική επιμεριστικοί επιμεριστικές επιμεριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιμεριστικός < επιμερίζω + -τικός < ελληνιστική κοινή ἐπιμερίζω < ἐπί + αρχαία ελληνική μερίζω < μέρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική distributif)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.me.ɾi.stiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

επιμεριστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία