Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιμερισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιμερισμέν
ος
η
επιμερισμέν
η
το
επιμερισμέν
ο
γενική
του
επιμερισμέν
ου
της
επιμερισμέν
ης
του
επιμερισμέν
ου
αιτιατική
τον
επιμερισμέν
ο
την
επιμερισμέν
η
το
επιμερισμέν
ο
κλητική
επιμερισμέν
ε
επιμερισμέν
η
επιμερισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιμερισμέν
οι
οι
επιμερισμέν
ες
τα
επιμερισμέν
α
γενική
των
επιμερισμέν
ων
των
επιμερισμέν
ων
των
επιμερισμέν
ων
αιτιατική
τους
επιμερισμέν
ους
τις
επιμερισμέν
ες
τα
επιμερισμέν
α
κλητική
επιμερισμέν
οι
επιμερισμέν
ες
επιμερισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επιμερισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
επιμερίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιμερισμένος