κατανέμω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατανέμω < αρχαία ελληνική κατανέμω < κατά + νέμω
Ρήμα
επεξεργασίακατανέμω (παθητική φωνή: κατανέμομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατανέμητος
- ανακατανέμω
- ανακατανομή
- ανισοκατανομή
- ισοκατανομή
- κατανεμημένα
- κατανεμημένος
- κατανεμητέος
- κατανεμητής
- κατανομή
- → δείτε τις λέξεις κατά και νέμω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατανέμω | κατένεμα | θα κατανέμω | να κατανέμω | κατανέμοντας | |
β' ενικ. | κατανέμεις | κατένεμες | θα κατανέμεις | να κατανέμεις | κατάνεμε | |
γ' ενικ. | κατανέμει | κατένεμε | θα κατανέμει | να κατανέμει | ||
α' πληθ. | κατανέμουμε | κατανέμαμε | θα κατανέμουμε | να κατανέμουμε | ||
β' πληθ. | κατανέμετε | κατανέματε | θα κατανέμετε | να κατανέμετε | κατανέμετε | |
γ' πληθ. | κατανέμουν(ε) | κατένεμαν κατανέμαν(ε) |
θα κατανέμουν(ε) | να κατανέμουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατένειμα | θα κατανείμω | να κατανείμω | κατανείμει | ||
β' ενικ. | κατένειμες | θα κατανείμεις | να κατανείμεις | κατάνειμε | ||
γ' ενικ. | κατένειμε | θα κατανείμει | να κατανείμει | |||
α' πληθ. | κατανείμαμε | θα κατανείμουμε | να κατανείμουμε | |||
β' πληθ. | κατανείματε | θα κατανείμετε | να κατανείμετε | κατανείμτε | ||
γ' πληθ. | κατένειμαν κατανείμαν(ε) |
θα κατανείμουν(ε) | να κατανείμουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατανείμει | είχα κατανείμει | θα έχω κατανείμει | να έχω κατανείμει | ||
β' ενικ. | έχεις κατανείμει | είχες κατανείμει | θα έχεις κατανείμει | να έχεις κατανείμει | έχε κατανεμημένο | |
γ' ενικ. | έχει κατανείμει | είχε κατανείμει | θα έχει κατανείμει | να έχει κατανείμει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατανείμει | είχαμε κατανείμει | θα έχουμε κατανείμει | να έχουμε κατανείμει | ||
β' πληθ. | έχετε κατανείμει | είχατε κατανείμει | θα έχετε κατανείμει | να έχετε κατανείμει | έχετε κατανεμημένο | |
γ' πληθ. | έχουν κατανείμει | είχαν κατανείμει | θα έχουν κατανείμει | να έχουν κατανείμει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατανεμημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατανεμημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατανεμημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατανεμημένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατανέμω