ανακατανομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανακατανομή < ανακατανέμω + -ή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική redistribution)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανακατανομή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ανακατανέμω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανακατανομή
|