ανακατανέμω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακατανέμω < ανα- + κατανέμω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική redistribuer) [1] <
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.ka.taˈne.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐κα‐τα‐νέ‐μω
Ρήμα
επεξεργασίαανακατανέμω , πρτ.: ανακατένεμα, αόρ.: ανακατένειμα, παθ.φωνή: ανακατανέμομαι, π.αόρ.: ανακατανεμήθηκα, μτχ.π.π.: ανακατανεμημένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κατανέμω, ανά, κατά και νέμω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακατανέμω | ανακατένεμα | θα ανακατανέμω | να ανακατανέμω | ανακατανέμοντας | |
β' ενικ. | ανακατανέμεις | ανακατένεμες | θα ανακατανέμεις | να ανακατανέμεις | ανακατάνεμε | |
γ' ενικ. | ανακατανέμει | ανακατένεμε | θα ανακατανέμει | να ανακατανέμει | ||
α' πληθ. | ανακατανέμουμε | ανακατανέμαμε | θα ανακατανέμουμε | να ανακατανέμουμε | ||
β' πληθ. | ανακατανέμετε | ανακατανέματε | θα ανακατανέμετε | να ανακατανέμετε | ανακατανέμετε | |
γ' πληθ. | ανακατανέμουν(ε) | ανακατένεμαν ανακατανέμαν(ε) |
θα ανακατανέμουν(ε) | να ανακατανέμουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακατένειμα | θα ανακατανείμω | να ανακατανείμω | ανακατανείμει | ||
β' ενικ. | ανακατένειμες | θα ανακατανείμεις | να ανακατανείμεις | ανακατάνειμε | ||
γ' ενικ. | ανακατένειμε | θα ανακατανείμει | να ανακατανείμει | |||
α' πληθ. | ανακατανείμαμε | θα ανακατανείμουμε | να ανακατανείμουμε | |||
β' πληθ. | ανακατανείματε | θα ανακατανείμετε | να ανακατανείμετε | ανακατανείμτε | ||
γ' πληθ. | ανακατένειμαν ανακατανείμαν(ε) |
θα ανακατανείμουν(ε) | να ανακατανείμουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακατανείμει | είχα ανακατανείμει | θα έχω ανακατανείμει | να έχω ανακατανείμει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακατανείμει | είχες ανακατανείμει | θα έχεις ανακατανείμει | να έχεις ανακατανείμει | έχε ανακατανεμημένο | |
γ' ενικ. | έχει ανακατανείμει | είχε ανακατανείμει | θα έχει ανακατανείμει | να έχει ανακατανείμει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακατανείμει | είχαμε ανακατανείμει | θα έχουμε ανακατανείμει | να έχουμε ανακατανείμει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακατανείμει | είχατε ανακατανείμει | θα έχετε ανακατανείμει | να έχετε ανακατανείμει | έχετε ανακατανεμημένο | |
γ' πληθ. | έχουν ανακατανείμει | είχαν ανακατανείμει | θα έχουν ανακατανείμει | να έχουν ανακατανείμει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ανακατανεμημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ανακατανεμημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ανακατανεμημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ανακατανεμημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακατανέμομαι | ανακατανεμόμουν(α) | θα ανακατανέμομαι | να ανακατανέμομαι | ||
β' ενικ. | ανακατανέμεσαι | ανακατανεμόσουν(α) | θα ανακατανέμεσαι | να ανακατανέμεσαι | ||
γ' ενικ. | ανακατανέμεται | ανακατανεμόταν(ε) | θα ανακατανέμεται | να ανακατανέμεται | ||
α' πληθ. | ανακατανεμόμαστε | ανακατανεμόμαστε ανακατανεμόμασταν |
θα ανακατανεμόμαστε | να ανακατανεμόμαστε | ||
β' πληθ. | ανακατανέμεστε | ανακατανεμόσαστε ανακατανεμόσασταν |
θα ανακατανέμεστε | να ανακατανέμεστε | ανακατανέμεστε | |
γ' πληθ. | ανακατανέμονται | ανακατανέμονταν ανακατανεμόντουσαν |
θα ανακατανέμονται | να ανακατανέμονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακατανεμήθηκα | θα ανακατανεμηθώ | να ανακατανεμηθώ | ανακατανεμηθεί | ||
β' ενικ. | ανακατανεμήθηκες | θα ανακατανεμηθείς | να ανακατανεμηθείς | ανακατανεμήσου | ||
γ' ενικ. | ανακατανεμήθηκε | θα ανακατανεμηθεί | να ανακατανεμηθεί | |||
α' πληθ. | ανακατανεμηθήκαμε | θα ανακατανεμηθούμε | να ανακατανεμηθούμε | |||
β' πληθ. | ανακατανεμηθήκατε | θα ανακατανεμηθείτε | να ανακατανεμηθείτε | ανακατανεμηθείτε | ||
γ' πληθ. | ανακατανεμήθηκαν ανακατανεμηθήκαν(ε) |
θα ανακατανεμηθούν(ε) | να ανακατανεμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανακατανεμηθεί | είχα ανακατανεμηθεί | θα έχω ανακατανεμηθεί | να έχω ανακατανεμηθεί | ανακατανεμημένος | |
β' ενικ. | έχεις ανακατανεμηθεί | είχες ανακατανεμηθεί | θα έχεις ανακατανεμηθεί | να έχεις ανακατανεμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανακατανεμηθεί | είχε ανακατανεμηθεί | θα έχει ανακατανεμηθεί | να έχει ανακατανεμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακατανεμηθεί | είχαμε ανακατανεμηθεί | θα έχουμε ανακατανεμηθεί | να έχουμε ανακατανεμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανακατανεμηθεί | είχατε ανακατανεμηθεί | θα έχετε ανακατανεμηθεί | να έχετε ανακατανεμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακατανεμηθεί | είχαν ανακατανεμηθεί | θα έχουν ανακατανεμηθεί | να έχουν ανακατανεμηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ανακατανεμημένος - είμαστε, είστε, είναι ανακατανεμημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ανακατανεμημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ανακατανεμημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ανακατανεμημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ανακατανεμημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ανακατανεμημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ανακατανεμημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακατανέμω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανακατανέμω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας