reallocate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | reallocate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reallocates |
αόριστος | reallocated |
παθητική μετοχή | reallocated |
ενεργητική μετοχή | reallocating |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαreallocate (en)
ενεστώτας | reallocate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reallocates |
αόριστος | reallocated |
παθητική μετοχή | reallocated |
ενεργητική μετοχή | reallocating |
reallocate (en)