κατανεμητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατανεμητής < κατανέμω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική distributeur)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατανεμητής αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατανεμητής
|
κατανεμητής αρσενικό
|