↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατανεμημένος η κατανεμημένη το κατανεμημένο
      γενική του κατανεμημένου της κατανεμημένης του κατανεμημένου
    αιτιατική τον κατανεμημένο την κατανεμημένη το κατανεμημένο
     κλητική κατανεμημένε κατανεμημένη κατανεμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατανεμημένοι οι κατανεμημένες τα κατανεμημένα
      γενική των κατανεμημένων των κατανεμημένων των κατανεμημένων
    αιτιατική τους κατανεμημένους τις κατανεμημένες τα κατανεμημένα
     κλητική κατανεμημένοι κατανεμημένες κατανεμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατανεμημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατανέμω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.ne.miˈme.nos/

κατανεμημένος, -η, -ο

  1. που έχει κατανεμηθεί
  2. (δίκτυο υπολογιστών) distributed: ο επιμερισμός μιάς λειτουργίας, με την χρήση δικτύου, σε πολλούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, έτσι ώστε να μοιάζει στους χρήστες σαν ένας απλός υπολογιστής
     συνώνυμα: διανεμημένος
     αντώνυμα: συγκεντρωτικός

Αντώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία