distributed
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /dɪsˈtɹɪbjutɪd/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
distributed (en)
- κατανεμημένος
- διανεμημένος
- (δίκτυο υπολογιστών) κατανεμημένος [1], διανεμημένος για λειτουργία σε δίκτυο υπολογιστών
Αντώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
distributed (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του distribute
επεξεργασία
- ↑ «κατανεμημένος» από αναζήτηση «distributed» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.