Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκεντρωτικός η συγκεντρωτική το συγκεντρωτικό
      γενική του συγκεντρωτικού της συγκεντρωτικής του συγκεντρωτικού
    αιτιατική τον συγκεντρωτικό τη συγκεντρωτική το συγκεντρωτικό
     κλητική συγκεντρωτικέ συγκεντρωτική συγκεντρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκεντρωτικοί οι συγκεντρωτικές τα συγκεντρωτικά
      γενική των συγκεντρωτικών των συγκεντρωτικών των συγκεντρωτικών
    αιτιατική τους συγκεντρωτικούς τις συγκεντρωτικές τα συγκεντρωτικά
     κλητική συγκεντρωτικοί συγκεντρωτικές συγκεντρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκεντρωτικός < συγκεντρώνω

  Επίθετο επεξεργασία

συγκεντρωτικός, -ή, -ό

  1. που συγκεντρώνει κάτι (πχ παράλληλες ακτίνες φωτός) σε ένα σημείο
    συγκεντρωτικός φακός
  2. που συγκεντρώνει στοιχεία από διάφορες πηγές και τα παρουσιάζει συνολικά
    στο τέλος του μήνα η επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει συγκεντρωτική κατάσταση των ασφαλιστικών εισφορών που κατέβαλε
  3. που συγκεντρώνει αρμοδιότητες και εξουσίες σε ένα πρόσωπο ή ομάδα ή κέντρο διοίκησης και λήψης αποφάσεων
    συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό κράτος
     αντώνυμα: αποκεντρωτικός
  4. (πληροφορική) ότι χαρακτηρίζει ένα κεντρικό σύστημα (εξυπηρετητής, διακομιστής) όπου φιλοξενούνται τα δεδομένα ή και τα προγράμματα και από όπου εξυπηρετούνται οι πελάτες (clients)
    → δείτε τη λέξη πελάτης-εξυπηρετητής (αρχιτεκτονική)

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία