συγκεντρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκεντρωτικός < συγκεντρώνω
Επίθετο
επεξεργασίασυγκεντρωτικός, -ή, -ό
- που συγκεντρώνει κάτι (πχ παράλληλες ακτίνες φωτός) σε ένα σημείο
- συγκεντρωτικός φακός
- που συγκεντρώνει στοιχεία από διάφορες πηγές και τα παρουσιάζει συνολικά
- στο τέλος του μήνα η επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει συγκεντρωτική κατάσταση των ασφαλιστικών εισφορών που κατέβαλε
- που συγκεντρώνει αρμοδιότητες και εξουσίες σε ένα πρόσωπο ή ομάδα ή κέντρο διοίκησης και λήψης αποφάσεων
- συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό κράτος
- (πληροφορική) ότι χαρακτηρίζει ένα κεντρικό σύστημα (εξυπηρετητής, διακομιστής) όπου φιλοξενούνται τα δεδομένα ή και τα προγράμματα και από όπου εξυπηρετούνται οι πελάτες (clients)
- → δείτε τη λέξη πελάτης-εξυπηρετητής (αρχιτεκτονική)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου εκδόσεων (CVCS)
- συνάρτηση συγκεντρωτικών αποτελεσμάτων ή συγκεντρωτική συνάρτηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκεντρωτικός