αποκεντρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκεντρωτικός < αποκεντρώνω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décentralisateur)
Επίθετο
επεξεργασίααποκεντρωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποκέντρωση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- αποκεντρωτικά
- → δείτε τις λέξεις αποκεντρώνω, από και κέντρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκεντρωτικός