αποκεντρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκεντρώνω < απο- + κέντρο + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décentraliser)
Ρήμα
επεξεργασίααποκεντρώνω (παθητική φωνή: αποκεντρώνομαι)
- απομακρύνω από το κέντρο κατοίκους ή δραστηριότητες και τα μεταφέρω περιφερειακά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποκεντρωμένος
- αποκέντρωση
- αποκεντρωτικά
- αποκεντρωτικός
- → δείτε τις λέξεις από και κέντρο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκεντρώνω | αποκέντρωνα | θα αποκεντρώνω | να αποκεντρώνω | αποκεντρώνοντας | |
β' ενικ. | αποκεντρώνεις | αποκέντρωνες | θα αποκεντρώνεις | να αποκεντρώνεις | αποκέντρωνε | |
γ' ενικ. | αποκεντρώνει | αποκέντρωνε | θα αποκεντρώνει | να αποκεντρώνει | ||
α' πληθ. | αποκεντρώνουμε | αποκεντρώναμε | θα αποκεντρώνουμε | να αποκεντρώνουμε | ||
β' πληθ. | αποκεντρώνετε | αποκεντρώνατε | θα αποκεντρώνετε | να αποκεντρώνετε | αποκεντρώνετε | |
γ' πληθ. | αποκεντρώνουν(ε) | αποκέντρωναν αποκεντρώναν(ε) |
θα αποκεντρώνουν(ε) | να αποκεντρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκέντρωσα | θα αποκεντρώσω | να αποκεντρώσω | αποκεντρώσει | ||
β' ενικ. | αποκέντρωσες | θα αποκεντρώσεις | να αποκεντρώσεις | αποκέντρωσε | ||
γ' ενικ. | αποκέντρωσε | θα αποκεντρώσει | να αποκεντρώσει | |||
α' πληθ. | αποκεντρώσαμε | θα αποκεντρώσουμε | να αποκεντρώσουμε | |||
β' πληθ. | αποκεντρώσατε | θα αποκεντρώσετε | να αποκεντρώσετε | αποκεντρώστε | ||
γ' πληθ. | αποκέντρωσαν αποκεντρώσαν(ε) |
θα αποκεντρώσουν(ε) | να αποκεντρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκεντρώσει | είχα αποκεντρώσει | θα έχω αποκεντρώσει | να έχω αποκεντρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκεντρώσει | είχες αποκεντρώσει | θα έχεις αποκεντρώσει | να έχεις αποκεντρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποκεντρώσει | είχε αποκεντρώσει | θα έχει αποκεντρώσει | να έχει αποκεντρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκεντρώσει | είχαμε αποκεντρώσει | θα έχουμε αποκεντρώσει | να έχουμε αποκεντρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκεντρώσει | είχατε αποκεντρώσει | θα έχετε αποκεντρώσει | να έχετε αποκεντρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκεντρώσει | είχαν αποκεντρώσει | θα έχουν αποκεντρώσει | να έχουν αποκεντρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκεντρώνω
|