Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκεντρώνω < απο- + κέντρο + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décentraliser)

αποκεντρώνω (παθητική φωνή: αποκεντρώνομαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία