ενεστώτας hand over
γ΄ ενικό ενεστώτα hands over
αόριστος handed over
παθητική μετοχή handed over
ενεργητική μετοχή handing over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hand over < → δείτε τις λέξεις hand και over

hand over (en)

  • παραδίδω, δίνω κάτι ή κάποιον επίσημα σε άλλο πρόσωπο
    ⮡  They arrested him and handed him over to the police.
    Τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στην αστυνομία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn over to