περιφερειακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | περιφερειακά | ||
γενική | των | περιφερειακών | ||
αιτιατική | τα | περιφερειακά | ||
κλητική | περιφερειακά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπεριφερειακά < περιφερειακός + -ά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριφερειακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- περιφεριακή μονάδα ή ψηφιακό μηχάνημα συνδεδεμένο με υπολογιστή, παρελκόμενα του υπολογιστή
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιφερειακά
|
Επίρρημα
επεξεργασίαπεριφερειακά
- στην περιφέρεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιφερειακά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπεριφερειακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιφερειακό