deliver
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | deliver |
γ΄ ενικό ενεστώτα | delivers |
αόριστος | delivered |
παθητική μετοχή | delivered |
ενεργητική μετοχή | delivering |
Ρήμα
επεξεργασίαdeliver (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παραδίδω, φέρνω αγαθά, γράμματα κτλ. στο άτομο ή στα άτομα στα οποία έχουν σταλεί
- ⮡ It was agreed that the goods would be delivered to Athens.
- Συμφωνήθηκε να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην Αθήνα.
- ⮡ It was agreed that the goods would be delivered to Athens.
- (μεταβατικό) εκφωνώ, βγάζω λόγο, κάνω ομιλία, δίνω παράσταση κτλ.· κάνω επίσημη δήλωση
- ⮡ The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
- Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Ουκρανική· το κείμενο είναι απόδοση της αγγλικής μετάφρασης.
- ⮡ The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
- απελευθερώνω κάποιον από κάτι
- γεννώ ένα παιδί
- ξεγεννώ, βοηθώ σε έναν τοκετό