Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας deliver
γ΄ ενικό ενεστώτα delivers
αόριστος delivered
παθητική μετοχή delivered
ενεργητική μετοχή delivering

  Ρήμα επεξεργασία

deliver (en)

  1. (μεταβατικό) εκφωνώ, βγάζω λόγο, κάνω ομιλία, δίνω παράσταση κτλ.· κάνω επίσημη δήλωση
    The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
    Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Ουκρανική· το κείμενο είναι απόδοση της αγγλικής μετάφρασης.
  2. απελευθερώνω κάποιον από κάτι
  3. γεννώ ένα παιδί
  4. ξεγεννώ, βοηθώ σε έναν τοκετό
  5. παραδίδω

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία