ενεστώτας deliver
γ΄ ενικό ενεστώτα delivers
αόριστος delivered
παθητική μετοχή delivered
ενεργητική μετοχή delivering

deliver (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παραδίδω, φέρνω αγαθά, γράμματα κτλ. στο άτομο ή στα άτομα στα οποία έχουν σταλεί
    ⮡  It was agreed that the goods would be delivered to Athens.
    Συμφωνήθηκε να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην Αθήνα.
  2. (μεταβατικό) εκφωνώ, βγάζω λόγο, κάνω ομιλία, δίνω παράσταση κτλ.· κάνω επίσημη δήλωση
    ⮡  The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
    Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Ουκρανική· το κείμενο είναι απόδοση της αγγλικής μετάφρασης.
  3. απελευθερώνω κάποιον από κάτι
  4. γεννώ ένα παιδί
  5. ξεγεννώ, βοηθώ σε έναν τοκετό