Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεγεννώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεγεννώ
<
ξε-
+
γεννώ
Ρήμα
επεξεργασία
ξεγεννώ
παρίσταμαι κατά τον
τοκετό
και βοηθώ μια γυναίκα ή θηλυκό ζώο να
γεννήσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεγεννώ
γαλλικά
:
accoucher
(fr)