ενικός         πληθυντικός  
delivery deliveries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

delivery (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παράδοση ενός πράγματος στον προορισμό του ή στις αρχές
    ⮡  Delivery of the goods happened the same day.
    Η παράδοση των εμπορευμάτων έγινε αυθημερόν.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο τοκετός, η γέννα
    ⮡  a painless delivery - ανώδυνος τοκετός
    ⮡  May your delivery go well!
    Με το καλό να ελευθερωθείς!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη childbirth
  3. η χορήγηση (ενός φαρμάκου)
  4. η έκφραση, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος εκφράζεται, μιλάει

Συγγενικά

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία