ενεστώτας fob off
γ΄ ενικό ενεστώτα fobs off
αόριστος fobbed off
παθητική μετοχή fobbed off
ενεργητική μετοχή fobbing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fob off < → δείτε τις λέξεις fob και off

fob off (en)

  • ρίχνω, προσπαθώ να σταματήσω κάποιον να κάνει ερωτήσεις ή να παραπονιέται λέγοντάς του κάτι που δεν είναι αλήθεια
    I fob off someone with promises/excuses.
    Ρίχνω κάποιον με υποσχέσεις/δικαιολογίες.

Συνώνυμα

επεξεργασία