fob off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fob off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fobs off |
αόριστος | fobbed off |
παθητική μετοχή | fobbed off |
ενεργητική μετοχή | fobbing off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfob off (en)
- ρίχνω, προσπαθώ να σταματήσω κάποιον να κάνει ερωτήσεις ή να παραπονιέται λέγοντάς του κάτι που δεν είναι αλήθεια
- ↪ I fob off someone with promises/excuses.
- Ρίχνω κάποιον με υποσχέσεις/δικαιολογίες.
- ↪ I fob off someone with promises/excuses.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- fob off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω